-
1 жидкий
1. (обладающий текучестью) υγρ/όςρευστός2. (водянистый) υδαρής, νερουλός 3. (редкий) αραι/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жидкий
-
2 аффект
аффектм ἡ ἀπότομη δυνατή συγκίνηση, ἡ ψυχική διέγερση:в состоянии \аффекта σέ κατάσταση παραφορϊς. -
3 вменяемость
вмен||яемостьж юр. ἡ εὐθύνη, τό ὑπεύθυνο[ν], τό κατα-λογιστόν:в состоянии \вменяемостьяемости σέ κατάσταση πού ἔχει κανείς συνείδηση τῶν πράξεων του. -
4 жидкий
жи́дк||ийприл1. ὑγρός / ρευστός (текучий)/ νερουλός, ὑδαρής (водянистый):\жидкийое топливо ἡ ὑγρή καύσιμος ὕλη· \жидкийое мыло τό ρευστό σαπούνι· \жидкий воздух физ. ὁ ὑγρός ἀέρας· в \жидкийом состоянии σέ ὑγρή κατάσταση·2. (негустой, водянистый) νερουλός, ὑδαρής / ἀραιός, ἐλαφρός (слабый \жидкий о чае и т. п.):\жидкий суп ἡ νερουλή σούπα·3. (редкий, негустой) ἀραιός, σπάνιος:\жидкийие волосы τά ἀραιά μαλλιά· ◊ \жидкий голос ἡ ἀδύνατη φωνή. -
5 зародышевый
зародыш||евыйприл ἐμβρυώδης, ἐμβρυακός:в \зародышевыйевом состоянии σέ ἐμβρυώδη κατάσταση. -
6 зачаточный
зача||точныйприл ἐμβρυώδης, ἐμβρυακός:в \зачаточныйточном состоянии σέ ἐμβρυώδη κατάσταση. -
7 плачевный
плач||евныйприл ἀξιοθρήνητος, ὁΙκτρός:в \плачевныйевном состоянии σέ ἀξιοθρήνητη κατάσταση. -
8 эмбриональный
эмбрион||альныйприл ἐμβρυώδης:в \эмбриональныйальном состоянии σέ ἐμβρυώδη κατάσταση. -
9 горестный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. θλιβερός, λυπητερός•-ые события θλιβερά γεγονότα•
-ое известие θλιβερή είδηση.
|| θλιμμένος•-ая улыбка θλιμμένο χαμόγελο.
2. ελεεινός, άθλιος•в -ом состоянии σε ελεεινή κατάσταση.
-
10 нетрезвый
επ., βρ: -зв, -а, -оμεθυσμένος•домой вернулся нетрезвый στο σπίτι αυτός γύρισε μεθυσμένος•
в -ом состоянии (виде)σε κατάσταση μέθης.
-
11 плачевный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. θρηνητικός, θρηνώδης, θρηνερός κλαψάρικος θλιβερός θλιμμένος.2. άθλιος, ελεεινός, αξιοθρήνητος• δυστυχής, ταλαίπωρος•в -ом состоянии σε άθλια κατάσταση (για κλάψιμο).
-
12 выписка
1. (выдержка, цитата) το απόσπασμα 2. (какого-л. документа) η έκδοσ/η 3. (документ, часть текста) το αντίγραφο 4. (газет, журналов) η συνδρομή 5. (напр. из больницы) το εξιτήριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выписка
-
13 критический
критический Iприл (содержащий критику; способный относиться критически) κριτικός:\критическийое замечание ἡ κριτική παρατήρηση· \критический ум τό κριτικό μυαλό, ὁ κριτικός νοῦς.крити́ческ||ий IIприл (находящийся в состоянии кризиса, перелома) κρίσιμος:\критический момент ἡ κρίσιμη στιγμή· \критический возраст ἡ κρίσιμη ἡλικία· ◊ \критическийое положение ἡ κρίσιμη κατάσταση. -
14 находить
находить Iнесов1. βρίσκω, εὐρίσκω:\находить деньги на дороге βρίσκω λεφτά στό δρόμο· \находить правильное решение βρίσκω σωστή λύση· \находить оправда́ние βρίσκω δικαιολογία· \находить поддержку (утешение) в чем-л. βρίσκω ὑποστήριξη (παρηγοριά) σέ κάτι· \находить применение ἐφαρμόζομαι, χρησιμεύω· \находить удовольствие в беседе с кем-л. νοιώθω εὐχαρίστηση κουβεντιάζοντας μέ κάποιον2. (приходить к выводу) θεωρώ, κρίνω, βρίσκω:\находить, что собеседник прав θεωρώ πώς ὁ συνομιλητής μου ἔχει δίκηο· врач находит, что больной в тяжелом состоянии ὁ γιατρός κρίνει πώς ἡ κατάσταση τοῦ ἀρρωστου εἶναι σοβαρή· \находить кого-л. красивым βρίσκω ὀμορφο (κάποιον)· ◊ не \находить себе места δέν βρίσκω ἡσυχία, δέν μπορώ νά ἡσυχάσω.находить IIнесов1. (наталкиваться) προσκρούω, συναντώ, τρακάρω:\находить на мель προσαράζω στά ρηχά·2. (надвинувшись, закрывать \находить о туче, облаке) σκεπάζω·3. перен (овладевать, охватывать):на меня находит грусть μέ πιάνει στενοχώρια· что это на тебя иахо́дит? τί σέ πιάνει;·4. (сходиться, собираться) μαζεύομαι, συναθροίζομαι. -
15 жалкий
επ., βρ: -лок, -лка, -лко.1. ελεεινός, αξιολύπητος, οικτρός•-ое зрелище ελεεινό θέαμα•
- ое существо ελεεινό υποκείμενο (ή ύπαρξη)•
жалкий вид ελεεινή όψη•
-ая улыбка (παρά)πονεμένο χαμόγελο•
быть -им είμαι αξιολύπητος•
он находится в -ом состоянии (ή положении) αυτός βρίσκεται σε ελεεινή κατάσταση.
|| κακόμοιρος, καημένος, ταλαίπωρημένος, μαύρος.2. άθλιος, ευτελής• τιποτένιος•жалкий человек άθλιος άνθρωπος•
-ие остатки ελεεινά υπολείμματα•
-ая роль τιποτένιος ρόλος•
жалкий трус ελεεινός κιοτής.
3. (διαλκ. κ. παλ.) βλ. жалобный.εκφρ.- ие слова – λόγια πονεικά, συγκινητικά. -
16 сдать
ρ.σ.μ.1. παραδίνω•сдать вещи на хранение παραδίνω τα πράγματα για διαφύλαξη•
сдать станок в отличном состоянии παραδίνω την εργατομηχανή σε άριστη κατάσταση•
сдать дежурство παραδίνω την υπηρεσία. сдать позицию παραδίνωτη θέση•
сдать оружие παραδίνω το όπλο•
сдать город παραδίνω την πόλη.
|| δίνω•сдать кровь на анализ δίνω αίμα για εξέταση•
сдать экзамены δίνω εξετάσεις•
сдать землю в аренту νοικιάζω τη γη.
2. επιστρέφω, γυρίζω•сдать книги в библиотеку δίνω πίσω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•
сдать сдачу δίνω τα ρέστα.
3. μοιράζω, διανέμω (παιγνιόχαρτα).4. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω (ένταση, ρυθμό κ.τ.τ.)•.5. αδυνατίζω, ενδίδω, εξασθενίζω• γεράζω. || (για μηχανές) χαλώ, παθαίνω βλάβη.1. παραδίνομαι•крепость -лась το φρούριο (οχυρό) παραδόθηκε•
армия -лась ο στρατός παραδόθηκε•
сдать в плен παραδίνομαι αιχμάλωτος.
2. ενδίδω, υποχωρώ (σε παρακλήσεις κ.τ.τ.), -
17 сонный
επ.1. του ύπνου•в -ом состоянии σε κατάσταση ύπνου.
|| στον ύπνο•-ые грзы όνειρα, ονειροπολήματα, ονειροφαντασίες•
бред παραμίλημα στον ύπνο.
2. αποκοιμισμένος. || μτφ. νωθρός, νωχελής, οκνός, χαύνος.3. μαχμουρλής, -ιδικός, υπνώδης, αγουροξυπνημένος. || υπναλέος, νυσταλέος•сонный вид νυσταλέα οψη.
4. υπνογονος, υπνοφόρος• υπνωτικός•-ые порошки σκονάκια υπνωτικά.
εκφρ.- ые артерии – οι καρωτίδες αρτηρίες.
Перевод: со всех языков на греческий
с греческого на все языки- С греческого на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Греческий
- Русский